Με τον ελληνικό όρο κάθαρση, (καθαρεύουσα: η κάθαρσις, της καθάρσεως), χαρακτηρίζεται η πράξη ή το αποτέλεσμα του ρήματος καθαίρω, που σημαίνει απαλλαγή από κάτι ξένο ή βλαβερό. Συνώνυμες έννοιες είναι ο καθαρμός και ο εξαγνισμός.
Ο όρος αυτός απαντάται με διαφορετική σημασία στην ιατρική, την
υγιεινή, το θέατρο και συγκεκριμένα στην τραγωδία, και σπουδαιότερα όλων
στις διάφορες θρησκείες. Σημειώνεται όμως ότι τόσο στο θέατρο όσο και
στις θρησκείες η κάθαρση αποτελεί μια ψυχοθεραπευτική διαδικασία.
Ο αναφερόμενος σε κάθαρση λέγεται γενικά “καθαρτήριος” ο δε τόπος που
επιχειρείται συνηθέστερα αυτή, λέγεται “καθαρτήριο” (στην υγιεινή
λοιμοκαθαρτήριο) ενώ το μέσον δια του οποίου επιχειρείται αυτή,
ονομάζεται “καθαρτήρας” ή “καθαρτικό” (στην ιατρική) και στην αρχαιότητα
«κάθαρμα».
Εννοιολογικά ο όρος ΚΑΘΑΡΣΗ προσδιορίζεται ως απολύτρωση της
ανθρώπινης ψυχής από εγγενή ή επίκτητα στοιχεία, που εμποδίζουν την
ισορροπημένη λειτουργία της. Είναι μια εξαγνιστική στη φύση της
διαδικασία, κατά την οποία η ψυχή μπορεί να απαλλαγεί από τα περιττά
στοιχεία που απέκτησε επιτελώντας τις λειτουργίες της [1]. Ήταν, επίσης,
και είναι απαραίτητη για την εισδοχή τόσο στα αρχαία όσο και στα
σύγχρονα μυστήρια, που στόχο είχαν και έχουν την ένωση της ψυχής με τη
θεία όψη της ύπαρξης.