Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017

Οἱ ἄ­μι­σθοι πο­λι­τι­κοὶ τῆς Ἀρ­χαί­ας Ἑλ­λά­δας

Οὐ­δεὶς δη­μό­σιος λει­τουρ­γὸς ἀ­μει­βό­ταν 


Δήμ. I. Λάμπρου
(«Ἀ­να­ζή­τη­ση», Ἀ­θῆ­να 1980, σσ. 211-219.)

  Στὰ λε­ξι­κὰ σὰν «ἐ­πάγ­γελ­μα» ὁ­ρί­ζε­ται «ἡ «βι­ο­πο­ρι­στι­κὴ ἐρ­γα­σί­α τι­νός» καὶ σὰν «ἐ­παγ­γελ­μα­τί­ας» ὁ ἀ­σκῶν βι­ο­πο­ρι­στι­κὴν ἐργα­σί­αν». Ἑ­πο­μέ­νως, ὅ­ταν ἀ­σκῶ ἐ­πάγ­γελ­μα, σκο­πός μου εἷ­ναι νὰ ἐ­ξα­σφα­λί­ζω τὰ πρὸς τὸ ζῆν, καὶ κα­τὰ λο­γι­κὴν ἀ­να­γκαι­ό­τη­τα ἡ ψυ­χο­λο­γι­κὴ ἀ­φε­τη­ρί­α καὶ τὸ λο­γι­κὸ κί­νη­τρό μου ὡς ἐ­παγ­γελ­μα­τί­α εἶ­ναι τὸ ἀ­το­μι­κὸ καὶ οἰ­κο­γε­νει­α­κό μου συμ­φέ­ρον. Δὲν νο­εῖ­ται ἐ­παγ­γελ­μα­τί­ας ποὺ σκο­πεύ­ει στὴν ἱ­κα­νο­ποί­η­ση τοῦ ἀ­το­μι­κοῦ ἢ οἰ­κο­γε­νει­α­κοῦ συμ­φέ­ρο­ντος ἄλ­λου ἀ­τό­μου. Τὸ συμ­φέ­ρον τοῦ δευ­τέ­ρου ἀ­τό­μου ἱ­κα­νο­ποι­εῖ­ται ἀ­πὸ τὴν ἄ­σκη­ση ἐ­παγ­γέλ­μα­τος ἐκ μέ­ρους αὐ­τοῦ τοῦ ἰδί­ου καὶ ὄ­χι ἐκ μέ­ρους τὸν πρώ­του.


Ἐκ δι­α­μέ­τρου ἀ­ντί­θε­τα πρὸς τὴν ἀ­φε­τη­ρί­α, τὰ κί­νη­τρα καὶ τοὺς σκο­ποὺς τοῦ ἐ­παγ­γέλ­μα­τος καὶ τοῦ ἐ­παγ­γελ­μα­τί­α εἶ­ναι ἡ ἀ­φε­τη­ρί­α, τὰ κί­νη­τρα καὶ οἱ σκο­ποὶ τοῦ λει­τουρ­γή­μα­τος καὶ τοῦ λει­τουρ­γοῦ. Ἐ­νῷ τὸ ἐ­πάγ­γελ­μα ἀ­φο­ρᾷ στὸ ἄ­το­μο καὶ στὴν ἰ­κα­νο­ποί­η­ση τοῦ ἀ­το­μι­κοῦ συμ­φέ­ρο­ντος, τὸ λει­τούρ­γη­μα εἶ­ναι ἔν­νοι­α ἀ­πα­ραί­τη­τα συ­ναρ­τη­μέ­νη πρὸς τὶς ἔν­νοι­ες τοῦ συ­νό­λου καὶ τοῦ γε­νι­κοῦ συμ­φέ­ρο­ντος. Καὶ ἂν o ἐ­παγ­γελ­μα­τί­ας ξε­κι­νὰ ἀ­πὸ τὴν ἀ­φε­τη­ρί­α τοῦ λαμ­βά­νειν, ὁ λει­τουρ­γὸς ξε­κι­νᾷ ἀ­πὸ τὴν ἀ­φε­τη­ρί­α τοῦ προ-σφέ­ρειν. Στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλῶσσα λει­τούρ­γη­μα (ἄρχ. «λει­τουρ­γί­α») ση­μαί­νει «ἐν τῇ εὐ­ρεῖ­ᾳ ἔν­νοι­ᾳ πᾶ­σαν πα­ρο­χήν, ὑ­πη­ρε­σί­αν, δα­πά­νην, προ­σφε­ρο­μέ­νην ἀ­πὸ τὸ ἄ­το­μον πρὸς τὴν Πό-λι­τεί­αν» καὶ λει­τουρ­γὸς ση­μαί­νει ὁ πα­ρέ­χων, προ­σφέ­ρων, ὑ­πη­ρε­τῶν, δα­πα­νῶν δι­ὰ τὴν Πο­λι­τεί­αν» αὐ­τὰ ποὺ σὰν ἄ­το­μο κα­τέ­χει ὁ ἴδι­ος (ἀ­γα­θά, χρή­μα­τα, ὑ­πη­ρε­σί­α, γνώ­σεις κ.λπ.­). Ὅ­ταν ἀ­σκῶ λει­τούρ­γη­μα, σκο­πός μου δὲν εἶ­ναι νὰ ἐ­ξα­σφα­λί­σω τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἐ­μοῦ καὶ τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας μου (ὅ­πως συμ­βαί­νει ὅ­ταν ἀ­σκῶ ἐ­πάγ­γελ­μα), ἀλ­λά νὰ πα­ρα­χω­ρή­σω πρὸς τὸ σύ­νο­λο, τὴν Πο­λι­τεί­α ὅ,τι χρει­ά­ζε­ται γι­ὰ τὴ δι­κή της ἐ­πι­βί­ω­ση («δι­δό­ναι τοῖς πολ­λοῖς τὰ ἐμά»­). Τὸ ἀ­το­μι­κὸ συμ­φέ­ρον ὄ­χι μό­νο δὲν συμ­βι­βά­ζε­ται μὲ τὸ λει­τούρ­γη­μα, ἀλ­λά καὶ συ­γκρού­ε­ται πρὸς αὐ­τό, δε­δο­μέ­νου ὅ­τι ἀπὸ τὴ σκο­πι­ὰ τοῦ ἀ­τό­μου ἡ προ­σφο­ρά, πα­ρο­χή, δα­πά­νη κ.λπ. πρὸς τὴν Πο­λι­τεί­α ἀ­πο­τε­λεῖ μεί­ω­ση, ζη­μί­α τῶν προ­σω­πι­κῶν καὶ οἰ­κο­γε­νει­α­κῶν ἀ­γα­θῶν, δυ­να­μι­κοῦ κ.λπ.
Τo ἀ­συμ­βί­βα­στο με­τα­ξὺ τοῦ ἐ­παγ­γέλ­μα­τος καὶ τοῦ λει­τουρ­γή­μα­τος ἐ­φαρ­μό­σθη­κε ἀ­π’ ὅ­λες τὶς Πο­λι­τεῖ­ες ποὺ ἀ­πο­τέ­λε­σαν κα­τα­στά­σεις Ἀρ­χῆς καὶ ὄ­χι ἐ­ξου­σί­ας. Δὲν ἔ­χου­με λό­γους νὰ ἀ­να­φερ­θοῦ­με σὲ πε­ρι­πτώ­σεις ἄλ­λων ἐ­θνῶν, ἀφοῦϋ στὰ πο­λι­τι­κο­κοι­νω­νι­κὰ πρό­τυ­πα ποὺ συ­νέ­λα­βε καὶ ὑ­λο­ποί­η­σε τὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἔ­θνος στὶς ἐ­λεύ­θε­ρες φά­σεις τῆς ἱ­στο­ρί­ας του -μὲ ἐ­ξαί­ρε­ση τὶς πε­ρι­ό­δους κα­τα­πτώ­σε­ως ἢ τὶς πε­ρι­ό­δους ἔ­ντο­νης πα­ρου­σί­ας ξέ­νων ἐ­πι­δρά­σε­ων, ὅ­πως ἦ­ταν οἱ ἐ­πο­χὲς τοῦ Βυ­ζα­ντί­ου καὶ τοῦ ση­με­ρι­νοῦ Νε­ο­ελ­λη­νι­κοῦ Κρά­τους-, ἡ ταύ­τι­ση τῆς ἰ­δι­ό­τη­τας τοῦ ἐ­παγ­γελ­μα­τί­α μὲ τὴν ἰ­δι­ό­τη­τα τοῦ δη­μό­σι­ου λει­τουρ­γοῦ ἦ­ταν ἀ­δι­α­νό­η­τη σὰν σύλ­λη­ψη καὶ ἀ­πα­ρά­δε­κτη σὰν πο­λι­τι­κὴ πρα­κτι­κή. Στὴν πε­ρί­ο­δο ἀ­κμῆς ὅ­λων τῶν πό­λε­ων-κρα­τῶν τῆς ἀρ­χαί­ας Ἑλ­λά­δας οἱ πο­λι­τι­κοὶ ἄρ­χο­ντες, οἱ δι­κα­στές, οἱ δι­πλω­μα­τι­κοὶ ἀ­πε­σταλ­μέ­νοι καὶ οἱ «πρέ­σβεις», οἱ στρα­τι­ω­τι­κοὶ ἡ­γή­το­ρες καὶ γε­νι­κὰ ὅ­λα τὰ ἄ­το­μα ποὺ εἶ­ναι τε­ταγ­μέ­να στὴν ὑ­πη­ρε­σί­α τοῦ συ­νό­λου καὶ τῆς Πο­λι­τεί­ας δὲν ἀ­πο­ζοῦν ἀ­πὸ τὸ λει­τούρ­γη­μα ποὺ ἀ­σκοῦν, εἶ­ναι ἄ­μι­σθοι.
Ὁ θε­σμὸς τοῦ ἄ­μι­σθου μή-ἐ­παγ­γελ­μα­τί­α ὑ­πη­ρέ­τη τοῦ συ­νό­λου δὲν ἀ­φω­ροῦ­σε μό­νο στοὺς ἀ­να­λαμ­βά­νο­ντες δη­μό­σι­α ἀ­ξι­ώ­μα­τα, ἀλ­λά σὲ πολ­λὲς πε­ρι­πτώ­σεις ἐ­πε­κτει­νό­ταν καὶ σὲ οἱ­ο­δή­πο­τε ἁ­πλὸ πο­λί­τη ποὺ προ­σέ­φε­ρε οἱ­α­δή­πο­τε ὑ­πη­ρε­σί­α στὴν Πο­λι­τεί­α: οἱ στρα­τι­ῶ­τες, οἱ πο­λῖ­τες-δι­κα­στές, οἱ ἀ­στυ­νο­μι­κοί, οἱ «ὑ­πάλ­λη­λοι» δη­μο­σί­ων λει­τουρ­γι­ῶν, οἱ κα­τα­σκευ­α­στὲς δη­μο­σί­ων, κοι­νο­τι­κῶν καὶ κοι­νω­φε­λῶν ἔρ­γων δὲν ἔ­παιρ­ναν κα­νε­νὸς εἴ­δους ἀ­μοι­βή. Τὸ πο­λύ-πο­λὺ νὰ κα­τα­βάλ­λο­νταν σ’ αὐ­τοὺς ἔ­ξο­δα ποὺ εἶ­χαν κά­νει (π.χ. τα­ξι­δι­οῦ). Στὴν Ἀ­θη­να­ϊ­κή Πο­λι­τεί­α μά­λι­στα λει­τουρ­γοὶ κα­τ’ ἐ­ξο­χὴν ἦ­σαν οἱ ἰ­δι­ῶ­τες πο­λῖ­τες, ποὺ ἀ­νε­λάμ­βα­ναν μὲ δι­κά τους χρή­μα­τα τὴν κά­λυ­ψη δη­μο­σί­ων δα­πα­νῶν, ὅπως ἡ συ­ντή­ρη­ση πο­λε­μι­κῶν πλοί­ων, τὸ ἀ­νέ­βα­σμα θε­α­τρι­κῶν ἔρ­γων, ἡ ὀρ­γά­νω­ση ἀ­γώ­νων («τρι­η­ραρ­χί­α», «χο­ρη­γί­α» κ.λπ.­). ­Ἀ­πὸ τὸ πρῶ­το μέ­χρι τὸ τε­λευ­ταῖ­ο μέ­λος τῆς Πο­λι­τεί­ας κα­νεὶς δὲν ἀ­ποζοῦ­σε ἀ­πὸ τὴν ἴδι­α τὴν Πο­λι­τεί­α. Τὸ Δη­μό­σι­ο Τα­μεῖ­ο ὑ­πῆρ­χε γι­ὰ νὰ κα­λύ­πτῃ δα­πά­νες ἄ­σχε­τες πρὸς τὴ μι­σθο­δο­σί­α: ἀ­γο­ρὰ ὑλι­κοῦ, ἐ­ξο­πλι­σμός, κα­τα­σκευ­ὴ στό­λου, παι­δεί­α, κον­δύ­λι­α καὶ δα­πά­νες (ὄ­χι μι­σθοί) γι­ὰ τὴν ἐ­ξω­τε­ρι­κὴ πο­λι­τι­κή. Δη­μό­σι­ο τα­μεῖ­ο ποὺ με­τα­βάλ­λε­ται σὲ «κορ­βα­νά» (ἀ­πὸ τὴν ἐ­βραίι­κη λέ­ξη k­o­r­v­an), δη­λα­δὴ σὲ χρη­μα­το­φυ­λά­κι­ο τῆς Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, ἀ­πὸ τὸ ὅ­ποι­ο ἀ­πο­μυ­ζοῦν μη­νι­ά­τι­κα, με­ρο­κά­μα­τα καὶ ἀ­πο­ζη­μι­ώ­σεις οἱ πά­σης κα­τη­γο­ρί­ας μι­σθο­φό­ροι, ὑ­πῆρ­ξεν ἔν­νοι­α ποὺ συ­νέ­λα­βε τὸ ἑ­βρα­ϊ­κὸ πνεῦ­μα, εἶ­ναι θε­σμὸς ἐ­ντε­λῶς ξέ­νος πρὸς τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ πο­λι­τι­κὴ ἀ­ντί­λη­ψη.
Γι­ὰ ν’ ἀ­πο­φύ­γη τὸν ἀ­πο­κλει­σμὸ ἀ­πὸ τὰ δη­μό­σι­α λει­τουρ­γή­μα­τα τῶν ἀ­ξί­ων καὶ ἱ­κα­νῶν πο­λι­τῶν ποὺ δὲν εἶ­χαν πε­ρι­ου­σί­α ἢ εἰ­σο­δήμα­τα -καὶ ἑ­πο­μέ­νως οἱ ὑ­πο­χρε­ώ­σεις τους ἐκ τῆς ἀ­να­λή­ψε­ως δη­μο­σί­ων κα­θη­κό­ντων καὶ ἀ­πο­στο­λῶν θὰ τοὺς ἀ­φαι­ροῦ­σαν τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ ἀ­σκοῦν τὸ ἐ­πάγ­γελ­μά τους γι­ὰ νὰ ζή­σουν-, ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ πο­λι­τι­κὴ σκέ­ψη συ­νέ­λα­βε τὴν ἰ­δέ­α τῆς ἄ­με­σης κα­λύ­ψε­ως ἀ­πὸ τὴν Πο­λι­τεί­α τῶν βι­ο­τι­κῶν ἀ­να­γκῶν τῶν πτω­χῶν λει­τουρ­γῶν της. Ἡ ἰ­δέ­α αὐ­τὴ ὑ­λο­ποι­ή­θη­κε μὲ λα­μπροὺς θε­σμούς, ὅ­πως ἡ «ἐν πρυ­τα­νεί­ῳ αἴ­τη­σις» τῆς ­Ἀ­θη­να­ϊ­κῆς Δη­μο­κρα­τί­ας-ἐ­πὶ πρό­σκαι­ρου ἢ μο­νί­μου βά­σε­ως (ἀεί­σι­τοι)- δη­μο­σί­ων ἄν­δρων ποὺ προ­σφέ­ρουν πολ­λὰ στὴν Πο­λι­τεί­α, τὰ «συσ­σί­τι­α» τῶν στρα­τι­ω­τικῶν στὴ Σπάρ­τη, τὸ «Λή­ι­ον» τῆς Αἰ­τω­λι­κῆς Συ­μπο­λι­τεί­ας κ.λπ.
Στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ θὰ πρέ­πει νὰ κά­νου­με μί­α δι­πλὴ ἱ­στο­ρι­κὴ πα­ρα­τή­ρη­ση πο­λὺ με­γά­λης πρα­κτι­κῆς καὶ πο­λι­τι­κῆς ση­μα­σί­ας.
Οἱ θε­σμοὶ τῶν ἀ­μί­σθων λει­τουρ­γῶν, ἐν ὅσῳ ἴ­σχυ­αν, ὡδηγοῦσαν, ὅπως εἴπαμε, στὴν ρα­γδαί­α ἄ­νο­δο τῶν πο­λι­τι­κῶν ὀρ­γα­νι­σμῶν ποὺ τοὺς ἐ­φάρ­μο­ζαν. Ἔ­τσι π.χ. τῆς πε­ρι­ό­δου με­γί­στης ἀ­κμῆς καὶ ἰ­σχῦ­ος τῆς Ἀ­θη­να­ϊ­κής Πο­λι­τεί­ας (χρυ­σοῦς «αἰ­ών» τοῦ Πε­ρι­κλέ­ους) προ­η­γή­θη­κε ἡ πε­ρί­ο­δος τῆς ἀ­νο­δι­κῆς πο­ρεί­ας, κα­τὰ τὴν ὁποί­α ἡ ἀ­μι­σθί­α ὅ­λων τῶν λει­τουρ­γῶν ἦ­ταν κα­νό­νας χω­ρὶς ἐ­ξαί­ρε­ση.
Ἡ «ἐ­κμί­σθω­ση» τῶν λει­τουρ­γῶν ὕ­πηρ­ξεν ἀ­παρ­χὴ πα­ρα­κμῆς καὶ κα­τα­πτώ­σε­ως. Ἔ­τσι, ἂ­φ’ ὅ­του ὁ Πε­ρι­κλῆς κα­θι­έ­ρω­σε τὴ χρη­μα­τι­κὴ ἀ­πο­ζη­μί­ω­ση ἑ­νὸς ἡ­με­ρο­μι­σθί­ου, ἔ­στω μὲ τὸ ἀ­σή­μα­ντο πο­σὸ τοῦ ἑ­νὸς ὀ­βο­λο­ῦ (= ἑ­νὸς ἕ­κτου της δραχ­μῆς), γι­ὰ τοὺς δι­κα­στὲς καὶ ὡ­ρι­σμέ­νους ἄλ­λους λει­τουρ­γούς, ἀρ­χί­ζει ἡ δι­α­φθο­ρά, ἡ ἀ­πο­σύν­θε­ση καὶ ἡ κα­τι­οῦ­σα πο­ρεί­α τῶν Ἀ­θη­νῶν, ἡ ἧτ­τα καὶ ἡ ὑ­πο­τα­γή.1
Ὁ Ἑλ­λη­νι­σμός, με­τα­ξὺ τῶν ἄλ­λων, εἶ­χε κα­θι­ε­ρώ­σει καὶ σὰν ἀρ­χὴ τῆς ἀ­μυ­ντι­κῆς πρα­κτι­κῆ ς του τὴ συ­νο­λι­κὴ εὐ­θύ­νη γι­ὰ τὴν ἄ­μυ­να. Ὅ­λα τὰ μέ­λη τοῦ συ­νό­λου συμμε­τέ­χουν στὴν προ­ε­τοι­μα­σί­α καὶ τὴ δι­ε­ξα­γω­γὴ τῆς ἄ­μυ­νας, ὑ­πεύ­θυ­να καὶ ἐ­πὶ ἴσοις ὅ­ροις (μὲ ἐ­ξαί­ρε­ση τῶν ἀ­κα­ταλ­λή­λων λό­γω ἀ­ντι­κει­με­νι­κῆς ἀ­δυ­να­μί­ας, δη­λα­δὴ τῶν παι­δι­ῶν, γε­ρό­ντων, ἀ­σθε­νῶν καὶ γυ­ναι­κῶν). Σ’ ὅλες τὶς πό­λεις-κρά­τη τῆς προ­κλα­σι­κῆς, κλα­σι­κῆς καὶ με­τα­κλα­σι­κῆς Ἑλ­λά­δας ἡ ἰ­δι­ό­τη­τα τοῦ ἐ­λεύ­θε­ρου πο­λί­τη ταυ­τί­ζε­ται μὲ τὴν ἰ­δι­ό­τη­τα τοῦ στρα­τι­ώ­τη (ἡ­γή­το­ρος ἢ ὁ­πλί­τη). Οἱ ἱ­κα­νοὶ πο­λῖ­τες τῆς Σπάρ­της συ­να­πο­τε­λο­ϋ­σαν αὐ­τὸ τοῦ­το τὸ σπαρ­τι­α­τι­κὸ στρά­τευ­μα, ὅ­πως καὶ οἱ πο­λῖ­τες τῆς Ἀ­θη­να­ϊ­κής Δη­μο­κρα­τί­ας, τῶν Θη­βῶν κ.λπ.
Δὲν ὑ­πῆρ­χε δι­ά­κρι­ση με­τα­ξὺ στρα­τι­ω­τι­κοῦ καὶ ἰ­δι­ώ­τη, δὲν ὑ­πῆρ­χε λέ­ξη ἰ­δι­ώ­της μὲ τὴ ση­με­ρι­νὴ ἔν­νοι­α, ὅπως δὲν ὑ­πῆρ­χε καὶ λέ­ξη στρα­τι­ω­τι­κὸς μὲ τὴ ση­με­ρι­νὴ ἔν­νοι­α (τοῦ ἐ­παγ­γελ­μα­τί­α). Ὅ­λοι οἱ πο­λῖ­τες ἦ­σαν ὁ­πλῖ­τες καὶ ἀ­φ’ ἑ­τέ­ρου ὅ­λοι οἱ ὁ­πλῖ­τες ἦ­σαν πο­λί­τες, δε­δο­μέ­νου ὅ­τι κα­νεὶς δὲν ἀ­πο­ζο­ῦσεν ἀ­πὸ πό­ρους ποὺ ἐ­ξα­σφά­λι­ζε ἀ­πὸ τὸ «στρα­τι­ω­τι­κὸ ἐ­πάγ­γελ­μα». Τὸ τε­λευ­ταῖ­ο τοῦ­το εἰ­σή­χθη στὸν ἑλ­λη­νι­κὸ χῶ­ρο γι­ὰ πρώ­τη φο­ρά ἀ­πό τη Ρώ­μη καὶ ἴ­σχυ­σε στὴ Βυ­ζα­ντι­νὴ Αὐ­το­κρα­το­ρί­α, ποὺ κα­θι­έ­ρω­σε τὸν θε­σμὸ τοῦ ἐμ­μί­σθου ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κοῦ στρα­τοῦ, ἐ­φ' ὅ­σον o θε­σμὸς τοῦ πο­λί­τη-στρα­τι­ω­τι­κοῦ ἦ­ταν ἀ­δύ­να­το, λό­γω τῆς ἐ­θνι­κῆς ἀ­νο­μοι­ο­γέ­νει­ας τῶν ὑ­πη­κό­ων της, νὰ ἐ­φαρ­μο­σθῇ.2
Ὅ­πως ἐ­πι­ση­μαί­νε­ται, ἡ κα­θι­έ­ρω­ση ἀ­πο­ζη­μι­ώ­σε­ων σὲ λει­τουρ­γούς της Ἀ­θη­να­ϊ­κῆς Δη­μο­κρα­τί­ας -στὶς ἄλ­λες πό­λεις-κρά­τη τῆς κλα­σι­κῆς Ἑλ­λά­δας πο­τὲ δὲν κα­θι­ε­ρώ­θη­κε τέ­τοι­ος θε­σμός- κα­τα­κρί­θη­κε μὲ με­γά­λη δρι­μύ­τη­τα ἀ­πό τους ἱ­στο­ρι­κούς, «μὲ τὸ ἐ­πι­χεί­ρη­μα πὼς ἦ­ταν δι­α­φθο­ρὰ τοῦ λα­οῦ».
«Στὴν Ἀ­θή­να δὲν ὑ­πῆρ­χαν δι­κα­στὲς ἐξ ἐ­παγ­γέλ­μα­τος· κά­θε πο­λί­της ἡ­λι­κί­ας ἄ­νω τῶν τρι­ά­ντα ἐ­τῶν, ποὺ νὰ μὴ χρε­ώ­στη στὸ δη­μό­σι­ο καὶ νὰ μὴν ἔ­χῃ στε­ρη­θῆ τῶν πο­λι­τι­κῶν του δι­και­ω­μά­των, μπο­ροῦ­σε νὰ γί­νῃ δι­κα­στής, φθά­νει νὰ εἶ­χε ἐγ­γρα­φῇ στὸν κα­τά­λο­γο.4  Στὴν ἀρ­χὴν ἑ­κά­στου ἔ­τους δη­λα­δή, ἀ­πὸ τοὺς εἴ­κο­σι πε­ρί­που χι­λι­ά­δες Ἀ­θη­ναί­ους πο­λῖ­τες κα­ταρ­τι­ζό­ταν δι­ὰ κλή­ρου ἕ­νας πί­να­κας ἕ­ξη χι­λι­ά­δων δι­κα­στῶν, χω­ρὶς δι­ά­κρι­ση τά­ξε­ως ἢ πε­ρι­ου­σί­ας. Οἱ δι­κα­στὲς αὐ­τοὶ κα­τα­νέ­μο­νταν σὲ δέ­κα δι­κα­στή­ρι­α, τὸ κυ­ρι­ώ­τε­ρο τῶν ὁ­ποί­ων ἦ­ταν ἡ Ἠ­λι­αί­α. Πρὶν ἀ­πὸ κά­θε συ­νε­δρί­α­ση κλη­ρώ­νο­νταν τὰ ὀ­νό­μα­τα ἐ­κεί­νων ποὺ θὰ συ­νε­δρί­α­ζαν σὲ κά­θε δι­κα­στή­ρι­ο· ὁ ἀ­ριθ­μὸς τους ἐ­ποί­κιλ­λε ἀ­να­λό­γως τῆς σο­βα­ρό­τη­τος τῆς ὑ­πο­θέ­σε­ως: δι­α­κό­σι­οι ἕ­νας, πε­ντα­κό­σι­οι ἕ­νας, χί­λι­οι ἕ­νας, κά­πο­τε μά­λι­στα καὶ πε­ρισ­σό­τε­ροι.
»Οἱ δι­κα­στὲς συ­νε­δρί­α­ζαν ἀ­μι­σθί. Ὁ Πε­ρι­κλῆς ἀρ­γό­τε­ρα ἔ­θε­σπι­σε νὰ τοὺς δί­δε­ται ὡς ἀ­μοι­βή, ὑ­πὸ τύ­πον ἀ­πο­ζη­μι­ώ­σε­ως, ἕ­νας ὀ­βο­λός κα­τὰ συ­νε­δρί­αν, ὁ δι­κα­στι­κὸς, ἠλι­αστι­κός μι­σθός. Ἡ κα­θι­έ­ρω­ση αὐ­τῆς τῆς πλη­ρω­μῆς τῶν δι­κα­στῶν εἶ­χε δυ­ὸ συ­νέ­πει­ες: »Πρῶ­τον, οἱ πλού­σι­οι καὶ οἱ εὐ­κα­τά­στα­τοι πο­λῖ­τες πε­ρι­φρο­νοῦ­σαν ἢ πα­ρα­με­λοῦ­σαν λει­τουρ­γή­μα­τα μὲ τό­σο γλί­σχρες ἀ­μοι­βές, ἐ­νῷ οἱ ἄ­νερ­γοι καὶ οἱ ὀ­κνη­ροὶ εὕ­ρι­σκαν σ’ αὐ­τὰ ἕ­να μέ­σον βι­ο­πο­ρι­σμοῦ. Πρὶν ἀ­πὸ κά­θε συ­νε­δρί­α­ση συ­νω­θο­ῦ­ντο μπρὸς στὶς θύ­ρες τῶν δι­κα­στη­ρί­ων, μὲ τὴν ἐλ­πί­δα πὼς θὰ κλη­ρω­θοῦν καὶ θ’ ἀ­πο­κτή­σουν τὸ πο­λύ­τι­μο δι­ά­ση­μό του δι­κα­στι­κοῦ ἀ­ξι­ώ­μα­τος.
»Δεύ­τε­ρον, τὰ δι­κα­στή­ρι­α πε­ρι­έ­πε­σαν ὑ­πὸ τὴν ἐ­πί­δρα­ση τῶν δη­μα­γω­γῶν, ἰ­δί­ως ἂ­φ’ ὅ­του o Κλέ­ων (τὸ 425 ἢ 424), γι­ὰ νὰ κα­τα­στῇ δη­μο­φι­λής, ὕ­ψω­σε τὸν δι­κα­στι­κὸ μι­σθὸ σὲ τρε­ῖς ὀβο­λούς. Τὸ τρι­ώ­βο­λο ἔ­θε­σε στὰ χέ­ρι­α τῶν φτω­χῶν μί­α ση­μα­ντι­κὴ καὶ ἐ­πι­κίν­δυ­νη ἐ­ξου­σί­α. Κα­θο­δη­γού­με­νοι ὄ­χι ἀ­πό τὴ φρο­ντί­δα τῆς ἀ­πο­δό­σε­ως τῆς δι­και­ο­σύ­νης, ἄλ­λα μό­νον ἀ­πὸ τὸ προ­σω­πι­κὸ τους συμ­φέ­ρον, καὶ προ­σπα­θώ­ντας νὰ ἐ­ξα­σφα­λί­σουν τὴ ζω­ὴ τοὺς ἀ­πο­κλει­στι­κὰ καὶ μό­νον ἀ­πὸ τὴν ἐ­νά­σκη­ση τοῦ λει­τουρ­γή­μα­τος αὐ­τοῦ, τί­πο­τα ἄλ­λο δὲν εἶ­χαν στὸν νοῦ τοὺς πα­ρὰ πὼς θὰ εἶ­χαν συ­χνό­τε­ρα τὴν εὐ­και­ρί­α νὰ δι­κά­σουν. Τὶς δι­α­θέ­σεις αὐ­τὲς ἐ­φρό­ντι­ζαν νὰ ὑ­πο­θάλ­πουν οἱ δη­μα­γω­γοί, πολ­λα­πλα­σι­ά­ζο­ντας τὶς κα­τη­γο­ρί­ες καὶ τὶς δί­κες ἐ­να­ντί­ον τῶν πο­λι­τι­κῶν τοὺς ἀ­ντι­πά­λων καὶ ἐ­κεί­νων τῶν ὁποί­ων ἐπω­φθαλμι­οῦ­σαν τὰ πλού­τη. Ἔ­τσι ἐ­βα­σί­λευ­σαν οἱ κα­τα­δό­τες κι οἱ συ­κο­φά­ντες. »Ὁ πρω­ταί­τι­ος τῆς κα­τα­στά­σε­ως αὐ­τῆς ἦ­ταν o Κλέ­ων. Φι­λο­χρή­μα­τος καὶ συ­κο­φά­ντης ὅ­πως ἦ­ταν, εἶ­χε σκορ­πί­σει τὴ δι­χό­νοι­α στὴν πό­λη. Κο­λα­κεύ­ο­ντας τὸν λα­ὸ γι­ὰ νὰ τὸν ἔ­χῃ εὐ­κο­λώ­τε­ρα ὑ­πο­χεί­ρι­όν του, εἶ­χε δη­μι­ουρ­γή­σει, μὲ τὴν κα­θι­έ­ρω­ση τοῦ τρι­ω­βό­λου, μί­α ἀ­ξι­ο­θρή­νη­τη νο­ο­τρο­πί­α, κα­θι­στώ­ντας τοὺς δι­κα­στὲς κα­κοὺς καὶ συμ­φε­ρο­ντο­λό­γους».5
Ἡ με­τα­τρο­πὴ τῶν λει­τουρ­γῶν σὲ ἔμ­μι­σθους ὑ­παλ­λή­λους, ἀ­πο­ζῶ­ντες ἀ­πὸ τὸ λει­τούργημα ποὺ ἀ­σκο­ῦν, προ­κα­λεῖ μέ­σῳ μί­ας αὐ­τό­μα­τα λει­τουρ­γού­σης ἐ­ξε­λί­ξε­ως τὶς ἀ­κό­λου­θες συ­νέ­πει­ες:

Πρῶ­τον

Δι­α­φθο­ρὰ τῆς Πο­λι­τεί­ας. Ἡ πρα­κτι­κή της χρη­σι­μο­ποι­ή­σε­ως τῆς δη­μό­σι­ας θέ­σε­ως ὡς μέ­σου βι­ο­πο­ρι­σμοῦ ὁ­δη­γεῖ τὸν κά­το­χό της θέ­σε­ως στὴν ἀ­πό­κτη­ση τῆς κοι­νῆς καὶ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κῆς γι­ὰ ὅλους τοὺς ἐ­παγ­γελ­μα­τί­ες νο­ο­τρο­πί­ας τοῦ ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κοῦ συμ­φέ­ρο­ντος. Ἔ­τσι ὁ λει­τουρ­γὸς ὄ­χι μό­νο ἐ­πι­δι­ώ­κει μὲ κά­θε θε­μι­τὸ καὶ ἀ­θέ­μι­το τρό­πο τὴν ἐ­ξα­σφά­λι­ση καὶ αὔ­ξη­ση τῶν νο­μι­μο­ποιημέ­νων ἀ­πο­λαυῶν του (μι­σθός, ἐ­πι­δό­μα­τα, «ἔ­ξο­δα πα­ρα­στά­σε­ως» κ.λπ.­), ἀλ­λά, δέ­σμι­ος τῶν κι­νή­τρων του ὡς ἐ­παγ­γελ­μα­τί­α, προ­σπα­θεῖ νὰ ἐξε­ύ­ρῃ, μέ­σῳ τῆς δημό­σι­ας θέ­σε­ως ποὺ κα­τέ­χει, καὶ ἄλ­λους πό­ρους, ποὺ δὲν ἀ­ντλοῦ­νται ἀ­πὸ τὸ Δη­μό­σι­ο Τα­μεῖ­ο ἀλ­λά ἀ­πὸ ἄλ­λες πη­γές. Τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα εἶ­ναι ἡ ἐμ­φά­νι­ση τῶν φαι­νο­μέ­νων τῆς δω­ρο­λη­ψί­ας, τῆς συ­ναλ­λα­γῆς, τῆς «προ­μή­θει­ας» καὶ τῆς δι­α­φθο­ρᾶς τῶν ὑ­παλ­λή­λων. Ἡ δι­α­φθο­ρὰ κα­τὰ μοι­ραί­αν προ­έ­κτα­σιν ἐ­ξα­πλώ­νε­ται καὶ στοὺς μὴ ὑ­παλ­λή­λους πο­λῖ­τες, οἱ ὁποῖ­οι με­τα­βάλ­λο­νται σὲ δω­ρο­δο­κο­ῦ­ντες, «πρι­μο­δό­τες» κ.λπ.

Δεύ­τε­ρον

Ὑ­πο­δού­λω­ση τοῦ λει­τουρ­γοῦ. Ὁ ἔμ­μι­σθος ὑ­πάλ­λη­λος, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ ἐ­πι­βί­ω­ση ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πὸ τὸ Δη­μό­σι­ο Τα­μεῖ­ο, ὑ­πο­τάσ­σε­ται καὶ ἐ­ξαν­δρα­πο­δί­ζε­ται ἀ­πὸ αὐ­τοὺς ποὺ κρα­τοῦν τὰ κλει­δι­ά του, δη­λα­δὴ ἀ­πὸ τὸ ἑ­κά­στο­τε ἢ τὸ μό­νι­μο πο­λι­τι­κὸ κα­τε­στη­μέ­νο. Ὁ «ἐ­παγ­γελ­μα­τί­ας λει­τουρ­γός» δὲν ὑ­πό­κει­ται πι­ὰ ἀ­πο­κλει­στι­κὰ καὶ μό­νο στὴν ἀρ­χὴ τῆς ἀ­πρό­σω­πης Πο­λι­τεί­ας, τῆς ὁ­ποί­ας ὑ­πο­τί­θε­ται ὅ­τι εἶ­ναι ὑ­πη­ρέ­της, ἀλ­λά ὑ­πο­κύ­πτει στὴν τυ­ραν­νί­α δι­α­φό­ρων ἀ­τό­μων, κλί­κων καὶ φα­τρι­ῶν, ἀ­πὸ τὰ ὁ­ποῖ­α ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἡ μι­σθο­λο­γι­κὴ καὶ βαθ­μο­λο­γι­κή του πο­ρεί­α.

Τρί­τον

Ποι­ο­τι­κὴ κα­τά­πτω­ση, φθο­ρὰ καὶ ἀ­πο­δυ­νά­μω­ση τῶν λει­τουρ­γη­μά­των καὶ κα­τ’ ἐ­πέ­κτα­σιν τῶν θε­σμῶν τῆς Πο­λι­τεί­ας. Τὸ ἐ­παγ­γελ­μα­το­ποι­η­μέ­νο λει­τούρ­γη­μα, κα­θὼς με­ταλ­λάσ­σε­ται ὁ ἀρ­χι­κός του χα­ρα­κτῆ­ρας καὶ με­τα­τρέ­πε­ται ἀ­πὸ δρα­στη­ρι­ό­τη­τα γι­ὰ τὴν ὑ­πη­ρε­σί­α τοῦ συ­νό­λου σὲ δρα­στη­ρι­ό­τη­τα γι­ὰ τὴν ἐ­ξυ­πη­ρέ­τη­ση τῶν ἀ­σκού­ντων αὐ­τό, χά­νει τό κῦ­ρος του, ὑ­πο­βι­βά­ζε­ται στὴ συ­νεί­δη­ση τοῦ συ­νό­λου. Οἱ ἱ­κα­νοί, ποὺ δὲν ἐν­δι­α­φέ­ρο­νται γι­ὰ τὸ δη­μό­σι­ο χρῆ­μα, δι­ό­τι μπο­ροῦν νὰ ζή­σουν ἀ­πὸ οἱ­ο­δή­πο­τε ἄλ­λο ἰ­δι­ω­τι­κὸ ἐ­πάγ­γελ­μα, δὲν προ­σφέ­ρο­νται γι­ὰ ὑ­πάλ­λη­λοι οὔ­τε γι­ὰ ἡ­γή­το­ρες τῆς Πο­λι­τεί­ας. Ἔ­τσι ὑ­πο­βι­βά­ζε­ται τὸ ἐ­πί­πε­δο τῶν προ­σφε­ρο­μέ­νων δημο­σί­ων ὑ­πη­ρε­σι­ῶν, δυ­σχε­ραί­νε­ται ἡ ἐ­πίτευ­ξη τοῦ σκο­ποῦ γι­ὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο θε­σπί­στη­κε τὸ λει­τούρ­γη­μα καὶ τε­λι­κὰ γί­νε­ται προ­βλη­μα­τι­κὴ ἡ κα­λή λει­τουρ­γί­α τῶν θε­σμῶν ἀλ­λά καὶ τῶν δι­α­φό­ρων το­μέ­ων τοῦ μη­χα­νι­σμοῦ τῆς Πο­λι­τεί­ας.

Τέ­ταρ­τον

Ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς κλί­κας καὶ τῆς κά­στας. Κα­θὼς ὁ ἔμ­μι­σθος λει­τουρ­γὸς ὑ­πη­ρε­τεῖ τὸ ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κό του συμ­φέ­ρον, «συμ­μα­χεῖ» μὲ ἄλ­λους ποὺ ἔ­χουν τὰ ἴδι­α μ’ αὐ­τὸν συμ­φέ­ρο­ντα, γι­ὰ νὰ μπό­ρε­σῃ ἔ­τσι νὰ τὰ ἐ­ξα­σφά­λι­σῃ καὶ προ­ω­θή­σῃ εὐ­χε­ρέ­στε­ρα. Ἔ­τσι ἀρ­χί­ζει ἡ ὁ­μα­δο­ποί­η­ση τῶν λει­τουρ­γῶν, ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴ συ­γκρό­τη­ση μι­κρῶν καὶ εὐ­ρύ­τε­ρων κλι­κῶν. Στα­δι­α­κὰ ἡ κλί­κα ποὺ δη­μι­ουρ­γεῖ­ται με­τα­ξὺ τῶν ὑ­παλ­λή­λων μί­ας ὑ­πη­ρε­σί­ας, ἐ­πε­κτεί­νε­ται στὴν κά­στα τῆς κα­τη­γο­ρί­ας τους ἢ τοῦ το­μέ­ως ποὺ ἐ­παν­δρώ­νουν. Τε­λι­κὴ κα­τά­λη­ξη τῆς ὁ­μα­δο­ποι­ή­σε­ως τῶν λει­τουρ­γῶν εἶ­ναι ἡ ἀ­νά­πτυ­ξη κοι­νοῦ καστι­κοῦ πνεύ­μα­τος με­τα­ξὺ ὅ­λων ὅ­σοι ἀ­πο­ζοῦν ἀ­πὸ τὸ Δη­μό­σι­ο Τα­μεῖ­ο, δη­λα­δὴ ὅ­λων τῶν ἐμ­μί­σθων ὑ­παλ­λή­λων τοῦ Κρά­τους. Ἔ­τσι ἡ Πο­λι­τεί­α ἀ­πὸ σχῆ­μα ποὺ ἐξ ὁ­ρι­σμοῦ δη­μι­ουρ­γεῖ­ται γι­ὰ νὰ ὑ­πη­ρε­τῇ, γί­νε­ται σχῆ­μα ποὺ ὑ­πάρ­χει γι­ὰ νὰ ὑ­πη­ρε­τῆ­ται ἀ­πὸ τὰ ἐ­κτὸς αὐ­τῆς εὑ­ρι­σκό­με­να μέ­λη το­ῦ συ­νό­λου, κα­τα­ντᾷ δη­λα­δὴ αὐ­τὸ τὸ βδέ­λυγ­μα τῆς ἐ­πο­χῆς μας ποὺ ὀ­νο­μά­ζου­με «λῃ­στρι­κὸ Κρά­τος», δη­λα­δὴ ἐ­ξου­σι­α­στι­κὸ ὑ­πο­σύ­νο­λο, ποὺ ἀ­πο­μυ­ζᾷ τοὺς πο­λῖ­τες γι­ὰ νὰ τρέ­φῃ ἐ­κεί­νους ποὺ τὸ ἀ­πο­τε­λοῦν (πο­λι­τι­κοὺς ἡ­γέ­τες, βου­λευ­τές, στρα­τι­ω­τι­κούς, δι­πλω­μά­τες, δι­κα­στές, ὑ­πη­ρε­σι­α­κοὺς πα­ρά­γο­ντες, ὑ­παλ­λή­λους πά­σης κα­τη­γο­ρί­ας).

Πέ­μπτον

Οἰ­κο­νο­μι­κὴ ἀ­φαί­μα­ξη τῆς Πο­λι­τεί­ας. Ἡ δα­πά­νη τοῦ δη­μο­σί­ου χρή­μα­τος πολ­λα­πλα­σι­ά­ζε­ται μὲ τὴν πα­ρο­χὴ μι­σθῶν, ἐ­πι­δο­μά­των καὶ συ­ντά­ξε­ων, ποὺ σὰν κον­δύ­λι­α συ­χνὰ κα­λύ­πτουν πο­σὰ πο­λὺ με­γα­λύ­τε­ρα ἀ­πὸ ὅ­σα χρει­ά­ζε­ται ἕ­να Ἔ­θνος γι­ὰ νὰ «λειτουρ­γή­σῃ» σὰν σύ­νο­λο. Ἔ­τσι ἡ οἰ­κο­νο­μι­κά ἀ­πο­μυ­ζου­με­νη Πο­λι­τεί­α κα­θί­στα­ται ἀ­νί­κα­νη νὰ ἀ­ντι­με­τω­πί­ζῃ μὲ ἄ­νε­ση ἄλ­λες δα­πά­νες, ἀ­πα­ραί­τη­τες γι­ὰ τὴν ἐ­πι­βί­ω­ση καὶ προ­κο­πὴ τοῦ συ­νό­λου.
Μὲ τὴν ἀ­νά­θε­ση τῶν δη­μο­σί­ων θέ­σε­ων καὶ συ­νε­πῶς τῶν τυ­χῶν τῆς ὁ­μά­δας στοὺς ἐ­παγ­γελ­μα­τί­ες καὶ τὸν ἀ­πο­κλει­σμὸ τῶν ὑ­πο­λοί­πων με­λῶν ἀ­πό τη δι­α­δι­κα­σί­α τῶν ἀ­πο­φά­σε­ων ἡ Πο­λι­τεί­α με­τα­βάλ­λε­ται σὲ κα­στι­κὸ κρά­τος, δη­λα­δὴ σ’ ἕ­να ὑ­πο­σύ­νο­λο ποὺ ἀ­να­πτύσ­σε­ται σὰν ἐ­ξό­γκω­μα πά­νω στὸν κορ­μὸ τοῦ συ­νό­λου καὶ ἐ­ξε­λίσ­σε­ται σὲ κλει­στὸ «κον­φόρμ» ἐ­ξου­σί­ας, ποὺ λει­τουρ­γεῖ μό­νο γι­ὰ τὴν ὑ­λι­κὴ συ­ντή­ρη­ση τοῦ ἰδί­ου τοῦ ἐ­αυ­τοῦ τῆς, ἀ­δι­α­φο­ρώ­ντας γι­ὰ τὸ Ἔ­θνος.
Τὸ κα­στι­κὸ Κρά­τος, ἐ­κτός τοῦ ὅ­τι ὡς ἐκ τῆς φύ­σε­ως τοῦ ἀ­πο­τε­λεῖ σχῆ­μα ὑ­πο­βι­βα­σμέ­νο σὲ σχέ­ση μὲ τὸ ἐ­θνι­κὸ σύ­νο­λο, εἶ­ναι ταυ­τό­χρο­να σχῆ­μα ἀ­νί­σχυ­ρο, χα­λα­ρό, συ­νε­πτυγμέ­νο καὶ ἀ­νε­νερ­γὸ σὲ σύ­γκρι­ση μὲ τὴν Πο­λι­τεί­α, ποὺ στη­ρί­ζε­ται στὴ συ­νε­χή δημό­σι­α ἐ­νερ­γο­ποί­η­ση ὁ­λό­κλη­ρου το­ῦ δυ­να­μι­κοῦ τῆς ὁ­μά­δας καὶ ἀ­ντλεῖ τὶς δυ­νά­μεις της ἀ­πὸ τὸ σύ­νο­λο τῶν ἀ­τό­μων, τῶν ὅ­ποι­ων τὸ συμ­φέ­ρον συ­μπί­πτει μὲ τὸ συμ­φέ­ρον τῆς δι­κῆς τους, μὴ κα­στι­κὴς Πο­λι­τεί­ας, δη­λα­δὴ ἀ­πὸ τὸ σύ­νο­λο τῶν πο­λι­τῶν.
Τὰ κα­στι­κὰ Κρά­τη, κα­θὼς εἶ­ναι ἀ­πο­δυ­να­μω­μέ­να, χω­ρὶς ἐ­σω­τε­ρι­κὴ συ­νο­χὴ καὶ ἐκ τῶν πραγ­μά­των ἀ­πο­χω­ρι­σμέ­να ἀ­πὸ τὸ κύ­ρι­ο σῶ­μα το­ῦ συ­νό­λου, μοι­ραί­α ἐ­ξε­λίσ­σο­νται σὲ δι­ε­θνι­στι­κᾶ καὶ τε­λι­κὰ ὑ­πο­τάσ­σο­νται στὴ Δι­ε­θνῆ Ἐ­ξου­σί­α - πρᾶγ­μα ποὺ ἐξ ἀ­ντι­κει­μέ­νου δὲν μπο­ρεῖ νὰ συμ­βῇ μὲ τὴν Πο­λι­τεί­α, δε­δο­μέ­νου ὅ­τι Πο­λι­τεί­α καὶ Δι­ε­θνὴς Ἐ­ξου­σί­α εἶ­ναι δυ­νά­μεις ἐξ ὁ­ρι­σμοῦ ἀ­ντί­θε­τες, ἀ­ντί­πα­λες καὶ ἀ­συμ­βί­βα­στες. Ἡ κα­τάρ­γη­ση τοῦ ἐ­παγ­γελ­μα­τι­σμοῦ τῶν λει­τουρ­γῶν ἀ­πο­τε­λεῖ κε­φα­λαι­ώ­δη προ­ϋ­πό­θε­ση τῆς ἔ­ναρ­χης κοι­νω­νί­ας καὶ τῆς Πο­λι­τεί­ας καὶ ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τοῦ φυ­σι­κοῦ κοι­νω­νι­κοῦ ρό­λου τῶν με­λῶν τους, ρό­λου ποὺ ἀ­νε­τρά­πη στὴν ἐ­ξου­σι­α­στι­κὴ κοι­νω­νί­α τῆς πα­ρα­κμῆς, τοῦ ψεύ­δους καὶ τῆς ἀ­νελευ­θε­ρί­ας.


1. Κά­τι ἀ­νά­λο­γο συ­νέ­βη στὴ Νε­ώ­τε­ρη Ἑλ­λά­δα: Ἀ­φ’ ὅτου ἐ­πε­κτά­θη­κε καὶ ἐ­πι­ση­μο­ποι­ή­θη­κε ὁ θε­σμὸς τῆς μι­σθο­δο­σί­ας τῶν πο­λι­τι­κῶν καὶ στρα­τι­ω­τι­κῶν, ἡ Ἐ­πα­νά­στα­ση κλο­νί­σθηκε καὶ κιν­δύ­νευ­σε νὰ σβήςῃ. Ὁ συ­γκροτη­θείς ἀ­πὸ τὸ κρά­τος ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὸς στρα­τὸς του ἀ­πε­δεί­χθη ἀ­νί­κα­νος νὰ ἀ­ντι­με­τω­πί­σῃ τὸν ἴ­δι­ο ἐ­κεῖ­νο σουλ­τα­νι­κὸ στρα­τό, τὸν ὁ­ποῖ­ο κα­τα­νι­κοῦ­σε ἐ­πὶ πέ­ντε χρό­νι­α ὁ μὴ ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὸς στρα­τὸς τοῦϋ Εἰ­κο­σι­έ­να. Καὶ το­ῦ­το, δη­λα­δὴ ἡ ἐ­παί­σχυ­ντη ἧτ­τα το­ῦ Ἐ­νε­νή­ντα Ἑ­πτά, συ­νέ­βη ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ ἑ­βδο­μή­ντα χρό­νι­α ἰ­σχύ­ος τοῦ θε­σμο­ῦ τῶν ἐ­παγ­γελ­μα­τι­ῶν στρα­τι­ω­τι­κῶν ἡ­γη­τό­ρων καὶ μά­λι­στα σὲ στιγ­μὴ ποὺ ὁ σουλ­τα­νι­κὸς στρα­τὸς βρι­σκό­ταν πι­ὰ σὲ πλή­ρη ἀ­πο­δυ­νά­μω­ση, λό­γω τῆς με­γά­λης πα­ρα­κμῆς το­ϋ σουλ­τα­νι­κο­ϋ κα­θε­στῶ­τος.
2. Στὴν Ἀ­θη­να­ϊ­κή Πο­λι­τεί­α δλοὶ οἱ πο­λῖ­τες οἱ δυ­νά­με­νοι νὰ φέ­ρουν ὅπλα (εἴ­κο­σι ἕ­ως ἑ­ξή­ντα ἔ­των) ἦ­σαν στρα­τι­ω­τι­κοὶ καὶ δι­α­τη­ροῦ­σαν τὸν ὁ­πλι­σμό τους στὰ σπί­τι­α τους. Τὰ ὁ­μα­δι­κὰ δπλὰ (ὅπως οἱ πο­λε­μι­κὲς τρι­ή­ρεις, οἱ πο­λι­ορ­κη­τι­κὲς μη­χα­νὲς κ.λπ.) συ­ντη­ροῦ­νταν καὶ ἐ­παν­δρώ­νο­νταν μὲ εὐ­θύ­νη καὶ ἔ­ξο­δα τῶν εὔὐκα­τά­τα­των πο­λι­τῶν («λει­τουρ­γῶν», «τρι­η­ράρ­χων»­), ποὺ ἀ­νῆ­καν στὴν τά­ξη τῶν πε­ντα­κο­σι­ο­με­δί­μνων. Τὸ ἱπ­πι­κὸ συ­νε­τήηρεῖϊ­το καὶ ἐκ­παι­δευ­ό­ταν μὲ τὴν εὐ­θύ­νη καὶ τὴ δα­πά­νη τῆς δεύ­τε­ρης τά­ξε­ως πο­λι­τῶν, τῶν «ἱπ­πέ­ων». Οἱ στρα­τη­γοὶ (δέ­κα τὸν ἀ­ριθ­μό) ἐ­ξε­λε­γο­ντο τὸν Φε­βρου­ά­ρι­ο κά­θε χρό­νου ἀ­πὸ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α το­ϋ Δή­μου γι­ὰ θη­τεί­α ἑ­νὸς ἔ­τους με­τα­ξὺ ὅλων ἐ­κεί­νων τῶν πο­λι­τῶν ποὺ ἁ­πλῶς δι­έ­θε­ταν ἡ­γε­τι­κὲς ἱ­κα­νό­τη­τες. Τὸν ἴ­δι­ο μή­να ἐ­ξε­λέ­γο­ντο ἐ­πί­σης οἱ ὑ­πό­λοι­ποι ἀ­ξι­ω­μα­τι­κοὶ (οἱ «τα­ξί­αρ­χοι» γι­ὰ τὸ πε­ζι­κὸ καὶ οἱ «φύ­λαρ­χοι» γι­ὰ τὸ ἱπ­πι­κό), ὁ­μοί­ως γι­ὰ θη­τεί­α ἑ­νὸς ἔ­τους με­τα­ξὺ πο­λι­τῶν μὲ ἀ­νά­λο­γες ἱ­κα­νό­τη­τες. Ὅ­λοι ἦ­σαν ἄ­μι­σθοι, ἀλ­λὰ στὶς μά­κρυ­νες ἐκ­στρα­τεῖ­ες μπο­ροῦ­σαν νὰ δι­α­χει­ρι­σθοῦν ὡ­ρι­σμέ­να πο­σά, δί­νο­ντας με­τὰ τὴ λή­ξη τῆς ἐκ­στρα­τεί­ας λο­γα­ρι­α­σμὸ στὴν Ἐκ­κλη­σί­α. Οἱ ἀ­ξι­ω­μα­τι­κοὶ στὶς ἐκ­στρα­τεῖ­ες εἶ­χαν πλή­ρεις πο­λι­τι­κὲς καὶ δι­πλω­μα­τι­κὲς ἁρ­μο­δι­ό­τη­τες. (Βλέ­πε­τε συ­νο­πτι­κὰ «Ἱ­στο­ρί­αν τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἐ­θνους», Ἐκ­δο­τι­κὴ Ἀ­θη­νῶν, τό­μος Γ1, σσ. 95-96).
3. «­Ἱ­στο­ρί­α τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἔ­θνους», Ἐκ­δο­τι­κὴ Ἀ­θη­νῶν, τόμ. Γ1, σ. 61.
4. Σύγ­χρο­νη πε­ρί­πτω­ση μὴ ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κῆς Δι­και­ο­σύ­νης συ­να­ντοῦ­με στὴ Με­γά­λη Βρε­τα­νί­α. Τὸ Δί­και­ο στὴ χώ­ρα αὐ­τὴ βα­σί­ζε­ται στὴν πα­ρά­δο­ση καὶ τὸ ἔ­θι­μο. Ὑ­πάρ­χει ἕ­νας μι­κρὸς ἀ­ριθ­μὸς ἐ­παγ­γελ­μα­τι­ῶν δι­κα­στῶν (γύ­ρω στοὺς ἑ­κα­τό) ποὺ ἑ­δρεύ­ουν στὸ Λον­δί­νο καὶ πε­ρι­ο­δεύ­ουν, ἔ­χο­ντας ὁ ἕ­νας τὴν εὐ­θύ­νη γι­ὰ μι­ὰ ὡ­ρι­σμέ­νη πε­ρι­ο­χὴ το­ϋ Κρά­τους. Οἱ ὑ­πό­λοι­ποι δι­κα­στὲς εἶ­ναι πρό­κρι­τοι πο­λῖ­τες, ποὺ προ­σφέ­ρουν τὶς δι­κα­στι­κὲς ὑ­πη­ρε­σί­ες τοὺς ἀ­μι­σθί.
5. Γι­άν­νη ΟΙ­κο­νο­μί­δη, «Ἅ­πα­ντα Ἀ­ρι­στο­φά­νους», ἔκδ. Δ. Δα­ρε­μα, σσ. 207-209.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου